- ροδόδεντρο
- Φυτά με ποικιλία μορφών (φρύγανα, θάμνοι, δέντρα) του γένους ροδόδενδρον (οικογένεια ερικίδες, δικοτυλήδονα). Πολλά είναι τα είδη που φύονται στην Ασία, Αμερική και Ευρώπη· από αυτά πολυάριθμα καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς στα θερμοκήπια και στους κήπους, και είναι γενικά γνωστά με το όνομα αζαλέα (ροδόδεντρο το ινδικό, ρ. το δενδρώδες, ρ. το υβρίδιο). Ροδόδεντρα υπάρχουν και στην αλπική χλωρίδα: σχηματίζουν θαμνώδεις διαπλάσεις, πιο ψηλά από τα δάση του λάρικα και της ερυθρελάτης (πικέας), μερικές φορές εκτεταμένες, που περιορίζονται προς τα επάνω από τα αλπικά λιβάδια και την τούνδρα. Τα δυο συνηθέστερα είδη είναι: ρ. το σκωριόχρωμο και ρ. το δασύ, τα οποία είναι θάμνοι πολύ διακλαδιζόμενοι, με βλαστούς συνεστραμμένους και μικρά φύλλα, ωοειδή και δερματώδη, βλεφαριδωτά στα χείλη στο ρ. το δασύ, ακέραια ή επενδυμένα με ένα κοκκινοσκωριόχρωμο χνούδι στην κάτω επιφάνεια στο ρ. το σκωριόχρωμο. Τα άνθη, πολύ διακοσμητικά, σχηματίζουν κοντούς κορύμβους κοκκινοπορφυρούς, με απόχρωση πιο έντονη στο ρ. το δασύ. Σωληνοειδή, έχουν έλασμα κοράλλινο, διευρυνόμενο, πεντάλοβο και εσωτερικά στον σωλήνα φαίνονται βελούδινα, με πολλούς αδένες. Ο καρπός είναι κάψα.
Στην Ελλάδα αυτοφύεται σε δασώδεις περιοχές της Θράκης το ροδόδεντρο το ποντικό, που είναι θάμνος ύψους έως 3 μ., με φύλλα ωχροπράσινα από κάτω, ελλειπτικά ή προμήκη, και άνθη ερυθροϊώδη, με καστανά στίγματα.
Άνθη του φυτού ροδόδεντρο το σκωριόχρωμο, θάμνου των Άλπεων, όπου καλύπτει συχνά μεγάλες εκτάσεις.
Ροδόδεντρο το ινδικό, το οποίο αριθμεί περισσότερες από 600 ποικιλίες, από τις οποίες πολλές προέρχονται από διασταυρώσεις με άλλα είδη φυτών.
Dictionary of Greek. 2013.